- λαμέ
- τούφασμα κατασκευασμένο με παρεμβολή, κατά την ύφανση, μεταλλικών νημάτων ή λωρίδων, οι οποίες τού προσδίδουν ιδιαίτερη λάμψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lame επίθ. «αυτός που έχει υφανθεί με ίνες μετάλλου» < γαλλ. lame «έλασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.