λαμέ

λαμέ
το
ύφασμα κατασκευασμένο με παρεμβολή, κατά την ύφανση, μεταλλικών νημάτων ή λωρίδων, οι οποίες τού προσδίδουν ιδιαίτερη λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lame επίθ. «αυτός που έχει υφανθεί με ίνες μετάλλου» < γαλλ. lame «έλασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαμέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), ύφασμα με μεταλλική στιλπνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λαμέ, Γκαμπριέλ — (Gabriel Lamé, Τουρ 1795 – Παρίσι 1870). Γάλλος μαθηματικός και φυσικός. Από το 1820 έως το 1832 εργάστηκε στη Ρωσία, στο Ινστιτούτο Μηχανικών των Συγκοινωνιών. Στη συνέχεια δίδαξε φυσική στη Γαλλική Πολυτεχνική σχολή (1832 44) και λογισμό… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”